πέλια

πέλια
πέλιος
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πελία — Πελίᾱ , Πελίης masc nom/voc/acc dual Πελίης masc voc sg Πελίᾱ , Πελίης masc voc sg (attic) Πελίᾱ , Πελίης masc gen sg (doric aeolic) Πελίης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελιά — πελιός discoloured by extravasated blood neut nom/voc/acc pl πελιά̱ , πελιός discoloured by extravasated blood fem nom/voc/acc dual πελιά̱ , πελιός discoloured by extravasated blood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελίᾳ — Πελίαι , Πελίης masc nom/voc pl Πελίᾱͅ , Πελίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελίας — Πελίᾱς , Πελίης masc acc pl Πελίᾱς , Πελίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελιάν — πελιά̱ν , πελιός discoloured by extravasated blood fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελιάς — πελιά̱ς , πελιός discoloured by extravasated blood fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελίαν — Πελίᾱν , Πελίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) Πελίης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελίαο — Πελίᾱο , Πελίης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …   Dictionary of Greek

  • Αμφινόμη — Όνομα μυθολογικώνπροσώπων. 1. Σύζυγος του Αίσωνα και μητέρα του Ιάσονα. Αυτοκτόνησε για να μη συλληφθεί από τον Πελία ο οποίος ήθελε να εξοντώσει το γένος του συζύγου της. 2. Μία από τις κόρες του Πελία. Την προστάτευσε ο Ιάσων και την πάντρεψε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”